Οσα χρόνια να περάσουν οι αναμνήσεις για την παλιά Νεράιδα παραμένουν, έρχονται στον νου μας αυτές τις γιορτινές μέρες, να μας ταξιδέψουν σε εκείνα τα δύσκολα μεν αλλά πολύ χαρούμενα και ευτυχισμένα χρόνια.
Τα παιδιά, όπως τα Χριστούγεννα έλεγαν τα κάλαντα του Αϊ Βασίλη το απόγευμα προς το σούρουπο.
Στο χωριό άκουγες μόνο ένα τραγούδι, το ¨Αρχή Μηνιά και Αρχή Χρονιά¨
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά ψηλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος. |
Αγιος Βασίλης έρχεται, και δεν μας καταδέχεται, από την Καισαρεία, συ’ σαι αρχόντισσα κυρία. |
Αρχή που βγήκε ο Χριστός άγιος και Πνευματικός, στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει. |
Βαστά εικόνα και χαρτί ζαχαροκάρνο, ζυμωτή χαρτί και καλαμάρι δες και με το παλικάρι. |
Σ΄αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε πετρά να μην ραγίσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού χιλιά χρονιά να ζήσει. |
Η νοικοκυρά άνοιγε την πόρτα και αφού άκουγε όλους τους στοίχους έδινε σε κάθε παιδί ξυλοκέρατο(χαρούπι), διάφορα φρούτα(Πορτοκάλια, μανταρίνια και μήλα),μερικές φορές έδινε χρήματα(δεκάρες, εικοσάρες ή πεντούλια(50λεπτά).
Οι μεγάλοι ντυνόντουσαν καρναβάλια, φορούσαν συνήθως παλιά ρούχα, κρύβοντας το πρόσωπο με κάποιο τσεμπέρι(μαντήλα).
Φορούσαν ανάποδα το σακάκι ή την κάπα(υφαντό παλτό τσομπάνου με κουκούλα, από τρίχα γίδας), στη μέση τους κρεμούσαν κουδούνια, άλλες φορές οι άνδρες ντύνονταν νύφες και οι γυναίκες γαμπροί,
Δεν τραγουδούσαν τα κάλαντα, ούτε μιλούσαν, μπαίνοντας στον οντά του σπιτιού, όπου βρισκόταν όλη οι οικογένεια, χόρευαν κυκλικά και πείραζαν ή τσιμπούσαν τον σπιτονοικοκύρη.
Ηταν επιτυχία των καρναβαλιστών, όταν δεν τους αναγνώριζαν, όταν όμως αναγνωρίζονταν κάποιος, τότε αγκαλιάζονταν και αντάλλασσαν ευχές για τον καινούργιο χρόνο.
Η νοικοκυρά κερνούσε τον καθένα τσίπουρο με μεζέ τηγανιάς ή τσιλγάνια(τσιγαρίδες).
Νωρίς, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, η νοικοκυρά ετοίμαζε την Βασιλόπιτα, άνοιγε στον σοφρά(πολύ χαμηλό τραπέζι) το φύλλο της Βασιλόπιτας και το άπλωνε στο ταψί με ενδιάμεση γέμιση τυριού φέτας, τοποθετώντας το φλουρί, το οποίο ήταν δεκάρα ή εικοσάρα και στο τέλος την έβαζε να ψηθεί στον φούρνο της ξυλόσομπας.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς έβαζαν τα καλά τους και πήγαιναν στην εκκλησία, μετά το πέρας της λειτουργίας και την επιστροφή τους στο σπίτι, όλη η οικογένεια κάθονταν σε σκαμνάκια περιμετρικά του σοφρά, η δε νοικοκυρά έβαζε στην μέση την βασιλόπιτα.
Ο αρχηγός του σπιτιού αφού την σταύρωνε την έκοβε σε κομμάτια όσα τα μέλη της οικογένειας, επί πλέον έκοβε κομμάτια για τον Χριστό, την Παναγία και για το σπίτι.
Ο μικρότερος σε ηλικία πήγαινε σε μια γωνιά του σπιτιού και έλεγε το όνομα στον οποίο θα δίνονταν το κομμάτι της βασιλόπιτας και αφού μοιράζονταν όλα τα κομμάτια, τότε έψαχνε ο καθένας το φλουρί.
Αυτός ο οποίος θα τύχαινε το φλουρί, θα ήταν ο τυχερός της χρονιάς και θα έπρεπε τουλάχιστον για την ημέρα της Πρωτοχρονιάς να κάμνει όλες τις δουλειές και τα θελήματα της οικογένειας.
Στην συνέχεια η νοικοκυρά σέρβιρε την σούπα με τον κόκορα.
Στο τέλος του πρωτοχρονιάτικου γεύματος παρατηρούσαν το κόκαλο του στήθους και αν στην άκρη είχαν μείνει ίνες κρέατος, τότε έλεγαν πως στο σπίτι θα έχουν πολλά μπερεκέτια(αφθονία αγαθών), επίσης παρατηρούσαν το κόκαλο του στήθους και αν σε αυτό δεν υπήρχε καμία τρύπα, τότε δεν θα υπήρχε στην χρονιά θάνατος.
Κατά την διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων και μέχρι τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς οι άνδρες του χωριού μαζευόντουσαν στο καφενείο του χωριού, κάθε βράδυ και παίζανε 21(τυχερό παιχνίδι τράπουλας), η κορύφωση του παιχνιδιού ήταν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.
Στόχος όλων ήταν να κερδίσουν τον Γιάννη Πρόεδρο του χωριού, γιατί είχε εισόδημα εκτός από τον μισθό του Προέδρου, από την πώληση του ασπροχώματος του μεταλλείου του, ο ίδιος με τον τρόπο του προσπαθούσε να χάσει και να κερδίσουν άτομα που ήταν οικονομικά αδύναμοι, φυσικά τις ημέρες αυτές ήταν η χαρά του καφετζή, γιατί τα κέρδη εκείνων των ημερών ανέβαιναν κατακόρυφα.
Ολη την ημέρα της Πρωτοχρονιάς αντάλλασαν ευχές μεταξύ τους, για το Νέο Ετος.
Εύχομαι φέτος η φλόγα της αγάπης να καίει, για να ζεσταίνει και να μαλακώνει τις καρδιές όλων.
ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΣ ΠΟΛΛΑ
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ Ξενοφών Βαΐζογλου