Ένα χρόνο μετά την συνθήκη της Λωζάνης(24 Ιουλίου 1923) τον Απρίλιο του 1924 ξεκινά το μεγάλο ταξίδι για την Ελλάδα.
Ο παππούς Θεόδωρος είχε συμφωνήσει με ένα τούρκο Μπέη να τους μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη, σε αντάλλαγμα της δούλεψής του.
Ένα πρωινό αφού πρώτα φόρτωσαν τους ποχτσάδες( δέματα με είδη ρουχισμού) ανέβηκαν στο κάρο ο παππούς Θεόδωρος, η γιαγιά και τα τέσσερα παιδιά ο Ιορδάνης, ο Δαμιανός, ο Ιάκωβος, Μαρία (Μαρίκα) και με οδηγό τον Μπέη ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη.
Το ταξίδι διήρκεσε 27 ημέρες, δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες, πολλές φορές τους σταματούσαν τούρκοι στρατιώτες, για έλεγχο, όταν ο μπέης τους ενημέρωνε, ότι είναι δικοί του άνθρωποι, τους έδιναν την άδεια να προχωρήσουν.
Όταν φτάσανε στην Κωνσταντινούπολη, ευχαρίστησαν τον μπέη, γιατί τήρησε την υπόσχεσή του, χαιρετήθηκαν και ο μπέης πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Στην Κωνσταντινούπολη έμειναν περίπου ένα μήνα, έως ότου έρθει η σειρά τους να επιβιβαστούν στο πλοίο.
Στο ταξίδι για τον Πειραιά αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες, το καράβι ήταν πολύ παλιό και είχαν επιβιβασθεί υπεράριθμοι. Το φαγητό και το νερό δίνονταν με δελτίο, γιατρός δεν υπήρχε ούτε φάρμακα, πολλά παιδιά κα ηλικιωμένοι δεν άντεξαν και πέθαναν στο καράβι.
Όταν μετά τρεις μήνες φτάσανε στον Πειραιά, ήταν όλοι χαρούμενοι, πολλοί από τους πρόσφυγες έσκυβαν και φιλούσαν το χώμα, αγκάλιαζαν κάθε Ελληνα που έβρισκαν στην υποδοχή, γρήγορα όμως αυτή η χαρά μετατράπηκε σε απογοήτευση.
Τους δίνουν σκηνές και στην συνέχεια τους οδηγούν στα λοιμοκαθαρτήρια και τους κουρεύουν με μεγάλα ψαλίδια, με αυτά που κούρευαν τα πρόβατα, το φαγητό λιγοστό με δελτίο, δεν ήταν λιγοστές οι φορές που δεν τους έδινα ούτε φαγητό, γιατί δεν έφτανε για όλους, τους έδιναν μόνο λίγο ψωμί, το νερό πολύ ελάχιστο και αυτό με δελτίο.
Οι υπάλληλοι τους αποκαλούσαν τουρκόσπορους, γιατί πολλοί από τους πρόσφυγες δεν ήξεραν τα Ελληνικά.
Οι θάνατοι μικρών και μεγάλων ήταν καθημερινοί, γιατί μετά την εξάντληση που είχαν από το ταξίδι τους , δεν άντεχαν τις συνθήκες διαβίωσης στον καταυλισμό.
Στον Πειραιά έμειναν 14 ημέρες μαρτυρίου, τους ενημερώνουν ότι θα φύγουν με πλοίο στην Θεσσαλονίκη.
Μπαίνουν στο καράβι ελπίζοντας, πως στην Θεσσαλονίκη οι συνθήκες διαβίωσης θα είναι καλύτερες, στην πορεία τους σταματούν στην Μακρόνησο για να επιβιβαστούν και άλλοι πρόσφυγες, εκεί μένουν δύο μέρες και στην συνέχεια αναχωρούν για Θεσσαλονίκη.
Δυστυχώς στο ταξίδι τους αυτό, ο καιρός είναι εναντίων τους, οι αέρηδες και οι καταιγίδες στην πορεία τους για Θεσσαλονίκη τους εξαντλεί ακόμη περισσότερο και αρρωσταίνουν όλοι.
Μετά από μέρες φθάνουν στην Θεσσαλονίκη, τους οδηγούν στο χωριό Χαρμάνκοϊ (το σημερινό Ελευθέριο – Κορδελιό) και τους μοιράζουν νέες σκηνές.
Η άφιξη στο Χαρμάνκοϊ τους απογοητεύει, η βροχή που είχε ρίξει προηγούμενα μετέτρεψε την αλάνα σε λασπώδες μέρος, εκεί έπρεπε να στηθεί η σκηνή,
Μένουν τρεις μήνες, τους επισκέπτονται συγγενείς της γιαγιάς Μαργαρίτας και τους προτείνουν να μείνουν στην Θεσσαλονίκη.
Το ίδιο διάστημα έρχεται ο αδερφός του παππού Θεόδωρου ο Χαράλαμπος, οποίος είχε έρθει πριν λίγο καιρό και είχε εγκατασταθεί στο Κιρτσαλάρ στο Ακ Σακλή(Λεύκαρα), του περιγράφει το χωριό και ο παππούς απορρίπτει την πρόταση για την εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη και αποφασίζει να τον ακολουθήσει, μάλιστα ο αδερφός του είχε ετοιμάσει το σπίτι, το οποίο τούρκοι είχαν εγκαταλείψει.
Ξενοφών Βαΐζογλου
Ιστορικός Ερευνητής Νεράιδας